- λουτρολογία
- ηκλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ιδιοτήτων και θεραπευτικών εφαρμογών τών ιαματικών υδάτων, καθώς και τού θαλασσινού νερού και τού κλίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. balneology < balne- (< λατ. balneum «λουτρό») + -logy (< λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.